- ἰκτῖνος
- ἰκτῖνος, ὁ, u. ἰκτίν, ῖνος, ὁ, der Weihe, Hühnergeier. Auch eine Wolfsart
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἰκτῖνος — kite gen sg ἰκτῖνος kite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴκτινος — kite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικτίνος — Γένος αρπακτικών πτηνών. Το πιο αντιπροσωπευτικό είδος του γένους αυτού είναι ο ι. ο βασιλικός ή ψαλιδιάρης, διαδεδομένος στην κεντρική και νότια Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ινδία. Έχει μήκος 65 εκ., άνοιγμα πτερύγων 1,50 μ. και διχαλωτή ουρά.… … Dictionary of Greek
Ικτίνος — ο αρχιτέκτονας της αρχαίας Ελλάδας (5ος αι. π.Χ.), ένας από τους δημιουργούς του Παρθενώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰκτίνων — ἴκτινος kite masc gen pl ἰκτί̱νων , ἰκτῖνος kite gen pl ἰκτί̱νων , ἰκτῖνος kite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτῖνα — ἰκτῖνος kite neut nom/voc/acc pl ἰκτῖνος kite masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτίνοις — ἴκτινος kite masc dat pl ἰκτί̱νοις , ἰκτῖνος kite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτίνου — ἴκτινος kite masc gen sg ἰκτί̱νου , ἰκτῖνος kite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτίνους — ἴκτινος kite masc acc pl ἰκτί̱νους , ἰκτῖνος kite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτίνῳ — ἴκτινος kite masc dat sg ἰκτί̱νῳ , ἰκτῖνος kite masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκτῖνας — ἰκτῖνος kite masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)